μνους — μνοῡς, όος, ὁ (Α) 1. λεπτό χνούδι 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. μνίον* και χνόος/χνοῦς] … Dictionary of Greek
μνούδιον — μνούδιον, τὸ (Α) [μνους] υποκορ. τού μνούς … Dictionary of Greek
τετράμνους — ουν, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία τεσσάρων μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μνους (< μνᾶ), πρβλ. πεντά μνους] … Dictionary of Greek
τρίμνους — ουν, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μνους (< μνᾶ), πρβλ. πεντά μνους] … Dictionary of Greek
μνοίος — μνοῑος και μνόϊος, α, ον (Α) μαλακός, πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με μνοῦς* «λεπτό χνούδι»] … Dictionary of Greek
μουνί — το (Μ μουνί[ν]) το γυναικείο αιδοίο νεοελλ. 1. μτφ. χυδαίος χαρακτηρισμός ωραίας και προκλητικής γυναίκας 2. φρ. «γίναμε μουνί» ή «τά κάναμε μουνί» ήλθαμε σε οξεία διαφωνία ή αναστατώσαμε τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την … Dictionary of Greek
πεντάμνους — ουν, Α 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε μνων 2. (ιδίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ πεντάμνουν μέτρο χωρητικότητας πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μνους / μνουν (< μνᾶ), πρβλ. ημί μνουν] … Dictionary of Greek
men-2 — men 2 English meaning: to step, tread over, press Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken” Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… … Proto-Indo-European etymological dictionary